.δ.
 
 



 
 
   
 
 
 
 




 
 
 
 
 

 

 

 

 


 

 

 

 

 


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ - ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ                             συνέχεια σελίδα  2

Ο Ναός-Καθολικό έχει σήμερα εσωτερικά αλλοιωθεί γιατί προκειμένου να διευρυνθεί το Ιερό μετακινήθηκε το τέμπλο από τους αρχικούς πεσσούς στους Ανατολικούς κίονες. Στη δυτική πλευρά υπήρχε από την αρχή νάρθηκας, από τον οποίο σώζονται μόνο τμήματα των πλαγίων τοίχων ενσωματωμένα στο νεώτερο. Ο εξωνάρθηκας είναι προσθήκη του 1804.
Ο Ναός διακρίνεται για την ισορροπία και την ακρίβεια στη διάπλαση των χώρων. Στους πλάγιους τοίχους έχει εσωτερικά και εξωτερικά αντερίδες για ενίσχυση των σημείων, στα οποία μεταβιβάζοναι μέσω των τόξων τα βάρη των θόλων καί γι' αυτό ακριβώς κτίστηκαν με περισσότερη φροντίδα από το υπόλοιπο κτίριο, πού έχει κτιστεί με εργολιθοδομή. Τα ανώτερα τμήματα με την ιδιάζουσα μορφή, είναι οκταγωνικός με αποστρογγυλεμένες τις γωνίες και ελαφρώς κοίλες τις πλευρές, θα μπορούσε να αναχθεί στην ύστερη βυζαντινή περίοδο. Μόνο οι τρεις ημικυλινδρικές αψίδες προέρχονται στο σύνολό τους από την κατασκευή του Ναού. Το τρίβηλο παράθυρο της μεσαίας αψίδας είναι ιδιαίτερα πλατύ και μαζί με τις ψηλές και φαρδιές αναλογίες των ημικυκλικών αψίδων φέρνει το μνημείο κοντά σε μνημεία του 9ου καί 10ου αι. Με τα μνημεία της εποχής αυτής συνδέει το ναό η αμελής τοιχοποιία και η έλλειψη κεραμοπλαστικού διακόσμου πού περιορίζεται μόνο στο οδοντωτό γείσο κάτω από τις στέγες των αψίδων και θα υπήρχε και στον υπόλοιπο Ναό.  Αρχαϊκό στοιχείο είναι και το ανάγλυφο γείσο πού περιτρέχει εσωτερικά το Ναό κατά τα παλαιοχριστιανικά πρότυπα. Αυτό από τον 11ο αι. θα εκλείψει με εξαιρέσεις τους οκταγωνικούς και μερικούς μανιάτικους σταυροειδείς. Ο διάκοσμος του γείσου αυτού και των αμφικιονίσκων του τριλόβου παραθύρου της αψίδας με τα καρδιόσχημα φύλλα πού παρεμβάλλονται μεταξύ των κεραιών των σταυρών απαντά σε γλυπτά του 9ου αι. (Σκρίπου. Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος Θηβών). Έτσι το μνημείο μπορεί να χρονολογηθεί προς το τέλος του 10ου αι. ίσως λίγο μετά την Θεοτόκο του οσίου Λουκά που είναι το πρώτο μνημείο στην Ελλάδα που μπορεί να χρονολογηθεί με σχετική ακρίβεια λίγο μετά το 961 και εισάγει τον πλήρως απαρτισμένο σύνθετο τετρακίονιο της κωνσταντινοπολίτικης σχολής. Με την παράδοση της σχολής της Βασιλεύουσας, σχετίζεται το μνημείο εκτός του αρχιτεκτονικού τύπου και με την συμπαγή και μνημειώδη, χωρίς την έντονη διαβάθμιση στην στεγανή του μορφή, πράγμα που το διαφοροποιεί από τα άλλα Αθηναϊκά μνημεία, των οποίων είναι πρωιμότερο, καθώς και με την πλαστική διάρθωση των τοίχων, με αντηρίδες.

Η διάταξη της αγιογραφήσεως παρουσιάζει τήν ακόλουθη μορφή: Σε ύψος 1,50μ. από το έδαφος έχει ζωγραφηθεί απλή διακοσμητική ταινία. Υψηλότερα ζωγραφήθηκαν ολόσωμοι Άγιοι αυστηροί κατενώπιον, κρατώντας από το ένα χέρι ειλατήρια ανεπτυγμένα , το δε άλλο υψώνοντας το,  σε ευλογία. Οι πλέον ευδιάκριτοι εξ' αυτών ( ξεκινώντας από τήν Ν. πλευρά ), είναι: Σάββας, Αντώνιος, Δαμιανός, Τρύφων, Αρτέμιος, Θεόδωροι Τήρων καί Στρατηλάτης, Παντελεήμων, Κλήμης, Χαράλαμπος. Σε κάποια  σημεία υπάρχει υποψία, ότι υπήρξε επέμβαση νεωτέρου χεριού. Στην δεύτερη σειρά τα θέματα δεν είναι αυτοτελή, αλλά συνδυάζονται μεταξύ τους, δηλαδή, κάθε σύνθεση κλείνεται εντός σε ερυθρά ζωηρή ταινία. Έτσι στις σταυροκαμάρες τα εικονογραφικά θέματα τα παρακολουθούμε ως εξής:
Στην Ν. σταυροκαμάρα ο εικονογραφικός κύκλος έχει εξάρτηση εν μέρει από την Α, και συνέχεια στην Δ και την Β. από τήν Α σταυροκαμάρα (του Ιερού) αρχίζει και καταλήγει εκεί η εικονογράφηση του Ακαθίστου Ύμνου, με έξι συνθέσεις. Στην Ν. εικονογραφούνται 9 συνθέσεις, Δ - Μ, καί στην Β άλλες 9. Από τήν Α επίσης αρχίζουν οι εκ της Κ. Διαθήκης εμπνεόμενες συνθέσεις, δηλαδή, η Γέννηση του Χριστού και  η Υπαπαντή. Εδώ προστίθεται ο Ιησούς ιώμενος τον Τυφλό και η Ανάληψη. Στην Ν εικονογραφείται η  Βάπτιση, η Μεταμόρφωση, Μυστικός Δείπνος και ο Νιπτήρας. Στό τύμπανο πάνω η Ανάσταση του Λαζάρου καί η Βαϊφόρος, η συνέχεια των οποίων δίδεται στον θόλο της ίδιας καμάρας και ακολούθως στην Δ. σταυροκαμάρα, όπου ευρίσκεται η περαιτέρω ανάπτυξη του Θείου Πάθους. Έτσι στο τόξο εικονογραφείται η απόνιψη του Πιλάτου, ο ειλκόμενος επί τον Σταυρόν, ο Ιησούς κρινόμενος, η Προδοσία, ο Επιτάφιος Θρόνος, ο Λίθος, η Ανάσταση, το Μαρία «μη μου άπτου». Στο τύμπανο η Σταύρωση, από της οποίας σώζεται μόνο το ανώτατο τμήμα της σύνθεσης και μέρος των πλαγίων, με τους συσταυρωθέντες ληστές, λόγω της κατεδάφισης του Δ. τοίχου. Τα μετά τήν ανάσταση του Κυρίου ιστορούνται έως την Β. σταυροκαμάρα,  δηλαδή , η Ψηλάφιση του Θωμά, το Χαίρε των Μυροφόρων, η Ίαση του Παραλύτου και η Σαμαρείτιδα ( στον θόλο ). Στο τύμπανο πάνω υπάρχει γραφική δυσδιάκριτη παράσταση με τον Ιησού Ένθρονο, περιστοιχιζόμενο από έξι πρόσωπα, ανά τρία εκατέρωθεν, καθισμένα επί μακρού λαϊκού σκαμνιού στρωμένου και πατούντος εις στρωμένο στο έδαφος τάπητα. Κάτω στο ίδιο τύμπανο, μετά την παρεμβολή των σκηνών του Ακαθίστου, τρεις συνθέσεις εικονίζουν το Εν Χώναις θαύμα, τους Τρεις Παίδας εν Καμίνω και τον Προφήτη Δανιήλ εν μέσω των λεόντων.
Στον τρούλο εικονίζεται ο Παντοκράτωρ, τον οποίο περιθέει ταινία στενή, επιφέρουσα την γνωστή ρήση, " Εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος, είδε πάντας τους υιούς των ανθρώπων ". Ακολουθεί χορός ολόσωμων πτερωτών  αγγέλων σε κατενώπιον στάσεις, εικονιζομένων γύρω από τη Θεοτόκο, χωρίς διαχωρισμό με ερυθρή ταινία. Τρίτος έρχεται ο χορός των Προφητών ολόσωμων με ειλητάρια και με ελεύθερες αξιοπρόσεκτες κινήσεις, πτύχωση ενδυμάτων πλούσια και ζωηρή έκφραση στα πρόσωπα. Στα σφαιρικά τρίγωνα κάτω από τον τρούλο εικονίζονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές με τα σύμβολά τους. Στη ποδιά του τρούλου υπάρχει διακοσμητική ταινία.

συνέχεια σελίδα 2