.δ.
 
 

ΠΝΕΥΜ.ΛΟΓΟΙ - ΟΜΙΛΙΕΣ

 

 

 

 

 

ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ
ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
ΑΡΧΙΜ. π. ΙΑΚΩΒΟΥ
ΜΠΙΖΑΟΥΡΤΗ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΡΥΠΝΙΑΝ
ΕΠΙ ΤΗ ΙΕΡΑ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΕΝΔΟΞΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΡΟΣ ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΡΩΜΗΣ
(23/24-11-2003).



Ώστε, αδελφοί, ποιούντες το θέλημα του πατρός ημών θεού εσόμεθα εκ της εκκλησίας της πρώτης της πνευματικής, της προ Hλίου και σελήνης εκτισμένης εάν μη ποιήσωμεν το θέλημα κυρίου, εσόμεθα εκ της γραφής της λεγούσης «εγενήθη ο οίκος μου σπήλαιον ληστών».
Σεβαστοί Πατέρες, αγαπητοί Αδελφοί.

Με τα λόγια που μόλις αναφέραμε ο σήμερον τιμώμενος Άγιος Ένδοξος Ιερομάρτυς Κλήμης, Επίσκοπος Ρώμης, δηλώνει απερίφραστα και κατηγορηματικά το ποιοί και με ποιές προϋποθέσεις είναι μέλη τίμια της εκκλησίας του Χριστού, αλλά και τι συμβαίνει όταν ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, όσο υψηλά ιστάμενος και αν είναι, ζει με ανυπακοή εις το τέλειο θέλημα του φιλανθρώπου θεού. Λέγει λοιπόν, ο Αποστολικός αυτός Πατήρ ότι κάθε άνθρωπος ο οποίος εκπληρώνει το θέλημα του Θεού Πατέρα μας, ανήκει εις την αληθινή Εκκλησία, την οποία εδημιούργησε ο Πάνσοφος Θεός προ καταβολής κόσμου, επομένως, η ενσυνείδητη βίωση της πνευματικής ζωής μας κάνει γνήσια μέλη της Εκκλησίας του Χριστού. Αντιθέτως, μια ζωή ανυπακοής, χωρίς την αναζήτηση και εφαρμογή του Θείου θελήματος, απομακρύνει και το Θείο έλεος, οπότε η καρδία του ανθρώπου μένει έρημη και προσομοιάζει με σπίτι ερειπωμένο.
Η φωνή αυτή του Αγίου Πατρός, ερχόμενη από τα βάθη των πρώτων χριστιανικών αιώνων, αποτυπώνει μια μεγάλη αλήθεια και αποτελεί έκφραση του γνήσιου εκκλησιαστικού φρονήματος των Χριστιανών της πρώτης μετά τους Αποστόλους γενεάς. Και η μεγάλη αυτή αλήθεια είναι το γεγονός ότι μόνη η θεωρητική γνώση της Χριστιανικής Πίστεως δεν αρκεί για τη θέωση του ανθρώπου και την εκκλησιοποίηση της κοινωνίας. Πρέπει να συνοδεύεται από τον αντίστοιχο τρόπο ζωής, από την ουσιαστική παράδοση της κάθε στιγμής της υπάρξεώς μας εις τα χέρια του πανάγαθου Θεού δια της εργασίας των εντολών του και της εφαρμογής του Θείου θελήματος. Χωρίς αυτά, η θεωρητική αποδοχή της Πίστεως μετατρέπει σε σύστημα λογικών αρχών, η δε Πίστη καταντά ιδεολογία.
Ποία αφορμή λαμβάνει ο Άγιος Κλήμης για να διατυπώσει τα ανωτέρω λόγια; Λόγω ταραχών και διχονοιών εις την Εκκλησία της Κορίνθου ο Κλήμης ως επίσκοπος Ρώμης, θεώρησε καθήκον του να παρέμβει προς ειρήνευση της καταστάσεως. Αποστέλλει λοιπόν, την επιστολή του προς Κορινθίους με μοναδικό σκοπό να τους υπενθυμίσει την ομώνυμη επιστολή προς Κορινθίους του Αποστόλου Παύλου, αλλά και ως υπεύθυνος εκκλησιαστικός ηγέτης να τους νουθετήσει καταλλήλως. Το κάνει δε με τη διάκριση, όχι μόνον του γνησίου ποιμένος, αλλά και του συνειδητού διαδόχου των Αγίων Αποστόλων, τους οποίους είχε την ευτυχία και την τιμή να γνωρίσει από κοντά και να παραλάβει από το στόμα τους την αψευδή διδασκαλία. Κατά τον Ειρηναίο Λουγδούνου ο Κλήμης Ρώμης ήταν ο τρίτος κατά σειρά Επίσκοπος Ρώμης, «εωρακώς τους μακαρίους Αποστόλους και συμβεβληκώς αυτοίς».
Έρχεται δε να συστήσει την ειρήνευση όχι με τον τρόπο ηγεμονικό, ως εξουσίαν έχων, αλλά με τον τρόπο ταπεινό και γλυκύ, προβάλλοντας την αυθεντία του Λόγου του Θεού εις την καθοδήγηση του ποιμνίου και όχι τον δικό του ανθρώπινο και ατελεί λόγο. Πράγματι, ο Κλήμης, αν και Επίσκοπος Ρώμη, δεν διακατέχεται από πνεύμα αλαζονείας, ούτε επιδιώκει να ασκήσει δια της επιστολής του επί της Εκκλησίας της Κορίνθου την οποιαδήποτε μορφή κυριαρχίας. Νουθεσίες απευθύνει, όπως θα μπορούσε να κάνει ο κάθε Επίσκοπος με αγωνία για τα γενικότερα εκκλησιαστικά προβλήματα, σε μια Εκκλησία παραπαίουσα και χειμαζόμενη. Γι΄ αυτό και η επιστολή του Κλήμη προς τους Κορινθίους αποτελεί μία από τις πολλές αδιάψευστες αποδείξεις της Χριστιανικής γραμματείας των Αποστολικών χρόνων, η οποία αποδεικνύει ότι εις την πρώτη Εκκλησία δεν είχαν θέση πρωτοκαθεδρίες, εξουσιαστικές τάσεις και κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά μόνον ο πόθος για την πλήρη συμμόρφωση προς το θείο θέλημα.
Προσεγγίζοντας την άποψη του Αγίου, οφείλουμε κατ΄ αρχήν να παρατηρήσουμε ότι πουθενά δεν υποστηρίζει πως πρέπει να υποβάλετε από τον εκκλησιαστικό χώρο όποιος δεν ζει πνευματική ζωή. Αντιθέτως διατυπώνοντας πολύ προσεκτικά τη θέση του, θεωρεί πως εκείνος που δεν εφαρμόζει το θείο θέλημα στη ζωή του, αφήνει να μετατραπεί η ψυχή του σε σπήλαιο ληστών, δηλαδή σε κατοικητήριων παθών τα οποία κρατούν τον άνθρωπο υποδουλωμένο μακρυά από το Θεό. Έτσι, εκείνος ο οποίος απαρνείται την πνευματική ζωή, ουσιαστικώς θέτει μόνος του τον εαυτό του εκτός της Χάριτος, της οποίας ταμειούχος είναι η Εκκλησία του Χριστού. Επομένως, μόνος του ένας άνθρωπος αποκόπτεται από το Σώμα της Εκκλησίας, πριν εκείνη τον αποβάλει. Αν ανατρέξουμε εις την εκκλησιαστική ιστορία πιστοποιούμε πως κάθε φορά που η Εκκλησία απέκοπτε κάποιο μέλος Της, αυτό ήταν ήδη σεσηπός δηλαδή η Εκκλησία απλώς διαπίστωνε αυτό που εις την πραγματικότητα συνέβαινε με κύριο κριτήριο την προστασία της πνευματικότητος των υπολοίπων μελών Της.
Επιπλέον, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο Άγιος Κλήμης διδάσκοντας πώς ο ορθώς βίων είναι και Ορθόδοξος, ουσιαστικώς καταξιώνει την εμπειρία ως μετοχή εις την κοινωνία του Άγιου Πνεύματος. Με άλλα λόγια, υπογραμμίζει πως η εφαρμογή του θελήματος του Θεού εντάσσει με τη συνεργεία της Θείας Χάριτος τον άνθρωπο εις την Εκκλησία και αυτό είναι μια κατάσταση, την οποία διαπιστώνει όποιος ζει κατά Χριστόν. Έτσι, αυτό το οποίο εισπράττει, αυτό το οποίο γεύεται ο κάθε αγωνιζόμενος Χριστιανός είναι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και η βεβαιότητα του εκκλησιαστικού γεγονότος.
Περιττό να αναφέρουμε πως όλα τα παραπάνω προκύπτουν από την ίδια την προσωπική εμπειρία του Αγίου, από τη μετοχή του εις την Θεία Χάρη, από τη βίωση του ίδιου του Χριστού. Αν ανατρέξουμε εις τον βίο του, θα διαπιστώσουμε πως η κάθε λέξη των έργων του δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποτύπωση αυτού το οποίο ζούσε. Οι συγγραφές του είναι θεόπνευστες όχι μόνον γιατί το Πνεύμα το Άγιο του υπαγόρευσε τα νοήματα τους, αλλά κυρίως διότι το Πνεύμα το Άγιο τον καθοδήγησε εις την βίωση των αληθειών που αποτυπώνει εις το χαρτί.
Έτσι, διαβάζουμε εις το βίο του ότι ήταν πολύ αγαπητός, όχι μόνον από τους Χριστιανούς του, αλλά και από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες, γιατί συμπεριφερόταν με καταδεκτικότητα, ταπείνωση και γλυκύτητα. Κατά τις συζητήσεις δε μαζί τους συνομιλούσε με πραότητα, καταλήγοντας πάντα εις την μεγάλη ευσπλαγχνία του Θεού, ο οποίος τους δέχεται όλους, και το άπειρο έλεος Του, που τα πάντα συγχωρεί. Η ευγενική του καρδία πονούσε ιδιαιτέρως, όταν έβλεπε πτωχούς. Είχε δε καταρτίσει κατάλογο με τις χήρες και τα ορφανά της Ρώμης εις τους οποίους έδινε τα απαραίτητα προς ζην. Και όμως, οι σκληροί άρχοντες της εποχής, αντί να συγκινηθούν από το μέγεθος της αγάπης του ανδρός, επιθύμησαν το θάνατο του. Μετά δε από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, κατά τις οποίες επενέβαινε πασιφανώς το προστατευτικό χέρι του Θεού, κατάφεραν να τον θανατώσουν προσδένοντας τον εις μίαν άγκυρα και ρίπτοντας τον εις την θάλασσα. Έτσι, ένας άνθρωπος αγάπης, ένας άνθρωπος του θεού, δια του μαρτυρικού στεφάνου ολοκλήρωσε την επί γης πορεία του «ποιών το θέλημα του Πατρός του Θεού», αποδεικνύοντας ότι ανήκει εις την «Εκκλησίαν την πρώτην την πνευματικήν», δίνοντας και εις εμάς τη βεβαιότητα ότι έχουμε πρεσβευτή εν ουρανοίς. Αδελφοί μου.
Πολλές φορές συλλαμβάνουμε τους εαυτούς μας να ενεργούν αντίθετα εις το Θείο θέλημα. Πολλές φορές αισθανόμαστε, διαπράττοντας κάτι άσχημο, τη Χάρη να μας εγκαταλείπει. Πολλές φορές με δική μας προαίρεση και υπαιτιότητα μεταβάλλουμε την καρδία μας εις «σπήλαιον άπληστων». Ο κύριος της Δόξης περιμένει πάντα την ενσυνείδητη επιστροφή μας, για να μας αποκαταστήσει εις την «αρχαίαν δόξαν». Η φωνή του Κυρίου Ιησού έρχεται να διασαφηνίσει ότι: «ου πας ο λόγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ΄ ο ποιών τα έργα του πέμψαντος με πατρός». Η φωνή του σήμερον τιμώμενου Αγίου ένδοξου Ιερομάρτυρας Κλήμη, πάπα Ρώμης, υπογραμμίζει και αναλύει τον ανώτερο στίχο, χαρακτηρίζοντας ως γνήσιο μέλος της Εκκλησίας όποιον εργάζεται το θέλημα του «πατρός ημών Θεού». Όσοι λοιπόν ποθούμε το γνήσιο, το τέλειο, το ανώτερο, το πνευματικό, ας προσπαθήσουμε να εργαζόμαστε ενσυνείδητος και ευσυνείδητος αυτό το θείο θέλημα, προκειμένου να καταστούμε μέλη Χριστού, απαρτίζοντας το Σώμα της Εκκλησίας, συνευφραινόμενα και συνδοξαζόμενα με τον μεγάλο Αποστολικό Πατέρα και αρχιθυτή της των Ρωμαίων Εκκλησίας, τον Ιερομάρτυρα Κλήμη, του οποίου τις πρεσβείες ας έχουμε καθ΄ όλον τον επί γης βίο μας. Αμήν.