Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν.
To ευαγγέλιο
της Κυριακής ΙΕ' Ματθαίου αναφέρεται στην
δοκιμασία του Κυρίου από έναν ιουδαίο
νομοδιδάσκαλο. Πλησιάζει τον Κύριο για να
Τον πειράξει και να τον εκθέσει ενώπιον του
λαού, θέτοντας του μία ερώτηση σχολής: «Ποιά
είναι η μεγαλύτερη εντολή στον Νόμο».
Αξίζει να σημειωθεί πώς το σκηνικό
τοποθετείται στον Ναό των Ιεροσολύμων, στο
κέντρο της ιουδαϊκής λατρείας και της
διδαχής του Νόμου, της έκφρασης δηλαδή όλης
της ιουδαϊκής θρησκευτικότητας. Οι ιουδαίοι
διδάσκαλοι λογομαχούσαν γύρω από αυτή την
περίφημη ερώτηση, με τον πιό σχολαστικό και
νομικίστικο τρόπο.
Μείζων εντολή για τους μεν ήταν οι
τελετουργικοί καθαρμοί της φαρισαΐκής
παράδοσης των πρεσβυτέρων, βαπτίσματα και
καθαρμοί ξεστών και σκευών, ανάκλιντρων και
αγγείων. Για τους δε, μείζων εντολή ήταν
αυτή πού υπέβαλαν τα συμφέροντα της
ιερατικής τάξης των Σαδδουκαίων: Θυσίες στον
Ναό και εξάρτηση από την λατρευτική ζωή και
για άλλους άλλα, τυπικά, σκιώδη και ανούσια.
Αποδεκατώσεις ηδυόσμων και έρεις νομικές.
Ο Κύριος όμως θέτει την ορθή λατρεία και
θρησκευτικότητα, την ορθή πολιτεία και
ευλάβεια στο πνεύμα του Νόμου, πού ήρθε να
πληρώσει ο ίδιος: Μείζων εντολή η
αφοσίωση και αγάπη στον Θεό και δευτέρα
ομοία, ομοούσια αυτής, η αγάπη προς τον
πλησίον. Ενώπιον αυτής της αλήθειας,
πού δόθηκε με αυθεντικό τρόπο και εξουσία
Νομοθέτου, ο νομικός εσιώπησε και εφιμώθη.
Η συνέχεια δεν αναφέρεται στην περικοπή,
αλλά είναι γνωστή από τα ευαγγέλια. Ο Κύριος
καυτηρίασε με τα «ουαί» την υποκρισία και
την στείρα θρησκευτικότητα των Φαρισαίων και
Γραμματέων και κατά μόνας, προφήτευσε στους
μαθητές Του την συντέλεια του κόσμου, πού
έπεται της καταστροφής του ιουδαϊκού Ναού
και της ιερής πόλης των Ιεροσολύμων.
Επίσης, σε λίγο ο Κύριος θα πληρώσει την
αγάπη διά της θυσίας και της Ανάστασης Του,
έμπρακτα και ζωντανά.
Ο μεγαλοφωνότατος Ησαΐας είχε προφητέψει και
πεί πώς «ο λαός τούτος χείλεσι» με τιμάει
και οι μεγάλοι προφήτες μίλησαν για έναν
Νόμο πού θα εντυπωθεί όχι στην πέτρα, αλλά
στην καρδιά του κάθε πιστού, Νόμο αγάπης και
χάριτος, πού θα έφερνε με τον ερχομό του ο
Μεσσίας. «Ιδού τα πάντα ποιώ καινά», είπε ο
Κύριος.
Στην Εκκλησία έρχεται ο Νόμος της Αγάπης, η
ανακαίνιση. Καταργείται και νεκρώνεται η
επιφανειακή θρησκευτικότητα, πού οδηγεί στον
πνευματικό θάνατο και δεν έχει καμία σχέση
με την ορθή λατρεία του Θεού. Η ανακαίνιση
του κόσμου, έχει αντίκτυπο και στην ορθή
λατρεία.
Αφού στην Εκκλησία τα πάντα είναι καινά, δεν
μπορεί να μετασχηματίζεται ούτε με την
στείρα τυπολατρεία, ούτε με
μεταρρυθμιστικούς προοδευτισμούς, γιατί η
αυθεντικότητα στέκεται και υπάρχει από μόνη
της.Ο χριστιανός πολιτεύεται και λατρεύει εν
αγάπη. «Έλεον θέλω και ου θυσίαν», φωνάζει ο
Κύριος. Η αγάπη ουσιοποιεί κάθε πράξη
λατρευτική και την πολιτεία των αγίων. Ουδέ
το δώρον προς τον Ναό γίνεται αποδεκτό, εάν
ο άνθρωπος δεν είναι τακτοποιημένος με τον
πλησίον του, ουδέ η ψαλμωδία, ουδέ η τήρηση
των εντολών είναι αρεστή, ουδέ αυτή η
αφιέρωση στην ασκητική ζωή και πολιτεία, με
νηστείες, αγρυπνίες και γονυκλισίες ή
πράξεις ευλαβείας.
Και πολύ περισσότερο δεν δύναται να
λατρεύσει ο χριστιανός αν δεν είναι
Αφιερωμένος, άγιος και εκλεγμένος, δηλαδή εξ
ολοκλήρου, αφοσιωμένος, διανοία και πνεύματι
και σώματι στον Νυμφίο της ψυχής του Χριστό.
Τα πάντα ουσιοποιεί η αγάπη προς τον Θεό και
η αγάπη προς τον πλησίον.
Η εορτή της Υπαπαντής είναι η εορτή της
Αφιέρωσης, η πλήρωση του Νόμου δια της
εσαρκωμένης Αγάπης. Ο χριστιανός φέρει
ανεξίτηλη την αφιέρωση στον Χριστό ,διά των
μυστηρίων του Βαπτίσματος και του Χρίσματος.
Αυτή η αφιέρωση και αυτό το όνομα είναι ένα
διαρκές διεκδικούμενο στο καθ’ ημέραν διά
της αγάπης, πού όλα τα ουσιοποιεί, τα
συντηρεί και ανακαινίζει. Ας μην νεκρώσουμε
το πνεύμα ποτέ. Ας δίνουμε στο γράμμα και
την πράξη ζωντανή ουσία. Ο Νόμος του Θεού
είναι ζωή και βίωμα και όχι νεκρός τύπος και
συνήθεια. Ο Κύριος της Αγάπης να χαριτώνει
την πορεία μας.
Δύο ερωτήματα, μεταξύ του Χριστού και των
Εβραίων, μας παρουσιάζει ο ευαγγελιστής
Ματθαίος.
Στην πρώτη περίπτωση, ένας νομικός,
δηλαδή ένας ερμηνευτής του Μωσαϊκού νόμου,
ρωτάει τον Ιησού ποιά είναι η μεγαλύτερη
εντολή του Νόμου, κι Εκείνος του
απαντά:
«Να αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη
την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και
με όλη τη διάνοιά σου. Αυτή είναι η πρώτη
και μεγάλη εντολή. Δεύτερη και όμοια με την
πρώτη, να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον
ίδιο σου τον εαυτό. Σε αυτές τις δύο εντολές
στηρίζεται όλος ο νόμος και οι προφήτες».
Η μεγαλύτερη εντολή του Θεού δεν είναι άλλη
από την αγάπη προς τον Θεό και από την αγάπη
προς τον πλησίον, δηλαδή προς κάθε
συνάνθρωπό μας. Στην ουσία δεν αποτελούν δύο
ξεχωριστές εντολές, αλλά τις δύο όψεις της
μιας αγάπης, όχι όπως συχνά εσφαλμένα την
εννοούμε ως άνθρωποι, αλλά όπως μας την
δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός.
Αφού ο Ιησούς απάντησε στην ερώτηση του
νομικού ερωτά και αυτός με την σειρά του ‘’
συνηγμένων των Φαρισαίων ‘’ μια που τους
βρήκε όλους μαζί συγκεντρωμένους.
Τί πιστεύετε για τον χριστό; Τίνος υιός
είναι;
Εκείνοι απάντησαν του Δαβίδ.
«Πώς όμως», τους ρωτά πάλι, «Ο Δαβίδ,
φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, τον αποκαλεί
Κύριο, λέγοντας: είπε ο Κύριος στον Κύριό
μου, κάθισε στα δεξιά μου, μέχρι να υποτάξω
στα πόδια σου τους εχθρούς σου; Αν ο Δαβίδ
τον αποκαλεί Κύριο, πώς γίνεται να είναι
γιος του;»
Κανείς δεν μπόρεσε να απαντήσει στο ερώτημα
του Χριστού, και από εκείνη την ημέρα κανείς
δεν τόλμησε πλέον να του θέσει ερωτήματα. Ο
λόγος για τον οποίο οι «σοφοί» των Εβραίων,
οι γραμματείς, οι φαρισαίοι και οι
νομοδιδάσκαλοι έθεταν ερωτήματα στον Χριστό,
δεν ήταν γιατί ήθελαν πράγματι να διδαχθούν,
αλλά για να Τον παγιδέψουν, όπως σε άλλο
σημείο μας αναφέρουν οι Ευαγγελιστές.