.δ.
 
 


 
 
 
 


 
 
 


 
 
 


 
 
 
 
 
 
 
 


 
 
 
 
 
 
 


 
 
 
 
 
 


 
 
 
 
 
 



 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 




 
 
 
 
 
 
 
 
 
 


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ αρχή

Η επόμενη σύνθεση αντικριστά της προηγούμενης είναι η "Ευλόγησις των Ιερέων". Εμπρός αρχιτεκτονήματος μεγάλων διαστάσεων στέκουν όρθιοι, ολόσωμοι, ασκεπείς και λυσίκομοι, πολυτελές ενδεδυμένοι, με το μανδύα πορπούμενο στο λαιμό, τρεις Εβραίοι Ιερείς, σκεπτικοί, με βλέμμα περιφροντικό. Απλώνουν τα χέρια τους σε ευλογία, της προσφερομένης από τούς παραπλεύρως ισταμένους γονείς της Μαρίας σε νηπιακή ηλικία. Προ των Ιερέων υπάρχει στρωμένη τράπεζα. Το κάλυμμά της έχει πλήρη εφαρμογή, τα δε πινάκια και τα δοχεία είναι λαϊκού τύπου, γνωστού κατά τούς χρόνους της δουλείας, δηλαδή βαθιά πινάκια, περόνες, μεταλλικά δοχεία με λαιμό και στενή βάση, μία ή δύο λαβές κ.λ.π. Διακοσμητική ταινία, πλάτους 12-15 εκ., χωρίζει τις δύο συνθέσεις στο ανώτερο σημείο του θόλου. Εικονίζει άνθη, πιθανώς μήκωνες ελισσόμενες γύρω από ερυθρού χρώματος εξάφυλλα, άλλο κόσμημα, με πλούσια παράσταση, παρμένη από το φυτικό κόσμο, βρίσκεται στο μέτωπο της κόγχης της Προσκομιδής. Καί οι δύο αυτές οι ταινίες και άλλες σε άλλα σημεία, μαρτυρούν την ευαισθησία του αγιογράφου. Αυτός δεν αφήνει χώρο ακάλυπτο. Διακοσμητικές ταινίες ζωγραφίζει στις κορυφές όλων των θόλων των σταυροκαμάρων και στα μέτωπα των τόξων που σχηματίζονται παρά τούς κίονες. Όπου δε χωρούν παραστάσεις τοποθετεί ο ζωγράφος σύμβολα ή ομοιώματα, όπως στη Δ. πλευρά η αγχόνη του Ιούδα, ο σκωληκόμβρωτος Ηρώδης και διακοσμητικά άλλα θέματα.

Ο κόσμος της φύσης συγκινεί βαθιά το ζωγράφο. Η εκλογή του είναι ελεύθερη, όσο είναι και η χαρά του μεγάλη να λαμβάνει θέματα από τον ιδιωτικό βίο του λαού. Στις διακοσμητικές ταινίες συναντάμε πολλά πολύφυλλα ρόδα με ελιγμούς των μίσχων τους, αλλά και άνθη του αγρού πραγματικά ή φανταστικά, μέσα σε διασταυρωμένους μίσχους καί παράδοξα φύλλα, πράσινα, σαρκώδη, λογχοειδή. Ακόμη γίνεται συγκεκριμένος με λευκούς ήμερους ή άγριους κρίνους ή και χρωματιστούς, συμπλεκόμενους με φύλλα ευμεγέθη, πλαισιώνοντας ήλιους ακτινωτούς. Μέσω αυτών μεταφερόμαστε σε πλαγιές της ελληνικής υπαίθρου ή σε σχέδια που απεικονίζουν συνδυασμούς γυναικείας καλαισθησίας, που εκφράζεται σε παρυφές κεντημάτων, σε τάπητες και άλλα άφαντα καλύμματα κλινών, τραπεζών, αγγείων κ.λ.π., όπως συνήθιζε ο βίος της δουλείας. Ο αγιογράφος είδε ασφαλώς από κοντά τα προϊόντα της διακοσμητικής δεξιότητας των γυναικών της εποχής του, είτε απασχολούνταν αυτές στον εργαλειό είτε κεντήματα στο χέρι, τα οποία συνάντησε στην πατρίδα του το Άργος ή στην Αθήνα, τον τόπο της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας. Άλλες λαϊκές σκηνές αγαπά να χρησιμοποιεί στα μαρτύρια των Αγίων, όπου βλέπει κανείς απεικονίσεις μορφών, ενδυμασίας, χειρονομίας, στάσεων, εκφράσεων παρμένες από τον καθημερινό βίο. Τούτο συμβαίνει, διότι κατορθώνει να γίνεται εκφραστικότερος ο αγιογράφος και θεωρεί τις σκηνές εκ του φυσικού περισσότερο παρά σχηματοποιημένες, γι αυτό και τις στερεί από οποιοδήποτε σκηνικό βάθος.
Επανερχόμενοι στο Ιερό, θα συμπληρώσουμε τήν περιγραφή με την προσθήκη ότι στο διακονικό συναντάμε μεμονωμένες μορφές Αγίων πολύ καλά διατηρημένες και εκτάκτως εκφραστικές. Στο Ν. τοίχο οι Άγιοι Μαρκέλλος, Σαμωνάς, Αβελβούς και κάτω Μαύρα καί Τιμόθεος. Προς τη ΝΑ γωνία του τέμπλου το μαρτύριο της Αγίας Τατιανής. Υπεράνω του κίονα εικονίζεται άλλο μαρτύριο, της Αγίας Αγαθής και στη Ν πλευρά της Αγίας Χριστίνας. Στην κόγχη του διακονικού εικονίζεται πάνω ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων και στο τόξο δύο συνθέσεις εμπνεόμενες από το βίο του Ιωάννου του Προδρόμου, το Γενέσιο και η Αποτομή της κεφαλής του μαζί με τον προφήτη Ζαχαρία στο Ναό. Στη δε κεντρική αψίδα πάνω, παριστάνεται η Θεοτόκος Ένθρονη με τον Ιησού και δύο Αγγέλους εκατέρωθεν. Κάτω από τήν Πλατυτέρα παριστάνεται χορός μικρόσωμων Προφητών εντός κύκλων με ειλητάρια στα χέρια. Χαμηλότερα η Θεία Λειτουργία. Στην επόμενη σειρά  η Μετάληψη των Αποστόλων σε δύο ημιχόρια, χαμηλότερα ολόσωμοι Ιεράρχες με ειλητάρια ανεπτυγμένα στρεφόμενοι προς το κέντρο. Μολονότι τμήματα της αψίδας έχουν καταστεί ανεξίτηλα, η καλλιτεχνική ιδιοφυία του αγιογράφου μαρτυρείται ευκρινείς από τήν πλήρη ευσεβείας στάση των Αποστόλων και τις σιωπηλές αλλά εκφραστικές μορφές των Ιεραρχών. Στον προ της Πλατυτέρας θόλο της Α. σταυροκαμάρας εικονίζεται η Πεντηκοστή σε δύο συνεχόμενες σκηνές, εξόχως εκφραστικές, εκατέρωθεν του υπό μορφή πύρινων γλωσσών απεικονιζομένου Αγίου Πνεύματος.

Η τοιχογράφηση της Μονής Πετράκη πραγματοποιήθηκε το έτος 1719, όπως μαρτυρεί η κτητορική της αγιογραφήσεως επιγραφή, στην πρόσοψη του τόξου άνω του Ν. κίονα του κυρίως ναού, γραμμένη με κομψά κεφαλαία γράμματα: "Το ΑΧΟΓ(=1678), έτει ελθών ο εν Ιερομονάχοις κυρ-Παρθένιος Πετράκης, ο καί Ιατρός εκ Πελοποννήσου εν το ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών καί ευρών αυτόν σεσαθρωμένον καί πανέρημο μετ? ουκ ολίγων αγώνων καί δαπάνης, ανακαίνισε τά περί τήν μονήν κτίρια καί τά αποστατικά (καί) απεβίωσε τό ΑΧΠΣΤ (=1686). Μετ αυτόν εδιαδόχευσεν ο ανεψιός αυτού εν Ιερομονάχοις κυρ-Ιωακείμ καλός καί θεαρέστως ζήσας εις αύξησιν επανίκε τό μονύδριον τούτο, τό δέ ΑΨΣΤ(=1706) επανήλθε πρός τήν εκείσε μακαριότητα. Aντ αυτού διαδοχεί ο νυν τρίτος ανεψιός ο καί ην Ιερομονάχοις πανοσιώτατος και έμπειρος ιατρός κυρ-Δαμασκηνός, ς τα των πύλων σθένει μείζονα καί βελτίονα των άλλων εκατώρθωσεν καί εκ των αγώνων καί δαπανών αυτού καί των σύν αυτώ ιερομονάχων τε καί μοναχών ανιστορήθη ο θείος καί πάνσεπτος ναός ούτος παρά τό βήμα, ως ορώται σήμερον κατά τό ΑΨΙΘ (=1719) Φεβρουαρίου κδ. Χείρ Γεωργίου Μάρκου Πελοποννησίου εκ πόλεως Άργους".
Ο αγιογράφος τοιχογραφόντας το καθολικό της μονής Πετράκη σε ηλικία σχετικά νεανική, προτιμά τα καθιερωμένα σχήματα και ακολουθεί πιστά τα έργα  εν Κρητικών ζωγράφων του ΙΣΤ? αιώνα, χωρίς τήν επίδραση των Δυτικών. Στην Δ. σταυροκαμάρα η σύνθεση "Μη μου άπτου", αποτελεί ένα καλό δείγμα συγκρίσεως προς την αυτή σύνθεση του ιδίου καλλιτέχνη στο Καθολικό της  Μονής Φανερωμένης της Σαλαμίνας, έργο του 1935. Ο Ιησούς φέρει πλήρη ενδυμασία και βαδίζει, οιονεί εξερχόμενος από τον τάφο. Το εικονιζόμενο τοπίο είναι πενιχρό, παριστάνει λίγα αραιά και μικρά δένδρα, σπήλαιο και στο βάθος τμήμα οικοδομήματος. Γονυπετής η Μαρία η Μαγδαληνή απλώνει ελεύθερα τα χέρια προς τον Χριστό. Ο Ιησούς αφήνει να κινείται ελεύθερα στον άνεμο το ένδυμά του καί με μία ευγενή κίνηση του δεξιού του χεριού, αισθητοποιεί το περιεχόμενο της φράσης του, "Μαρία μη μου άπτου" (Ιω. κ 17).

Στην σύνθεση της Φανερωμένης ο αγιογράφος δεν ακολουθεί πλέον τον τύπο αυτόν, τον παραδεδομένο από τους Κρητικούς του ΙΣΤ? αιώνα, αλλά εισάγει δυτικά στοιχεία, παριστάνοντας τον Ιησού γυμνό, με βραχύ ιμάτιο και με την σημαία της Αναστάσεως κρατώντας την στο δεξί χέρι. Η Μαγδαληνή γονυπετεί έμπροσθεν προσκυνηταρίου, το οποίο συνηθίζουν οι Ρωμαιοκαθολικοί. Τα χαμόδεντρα υπάρχουν, αλλά το αιχμηρό τοπίο στις δυτικές συνθέσεις δεν τονίζεται από τον ανοικτό τάφο και το σπήλαιο. εδώ έχουμε στο βάθος οξυκόρυφο βράχο και δίπλα σε αυτόν ψηλό οικοδόμημα, πού πιθανώς να είναι ο ναός της Αναστάσεως. Κατά τήν παρατήρηση του καθηγητή Α. Ξυγγόπουλου, ο τύπος της γονυπετούς Μαγδαληνής επί του προσευχηταρίου, προέρχεται κατ' αντιγραφή δυτικών παραστάσεων του Ευαγγελισμού, όπου με αυτόν τον τρόπο εικονίζεται η Θεοτόκος.
Παραπλεύρως της σύνθεσης του "Μη μου άπτου", βρίσκεται το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου. Καί σ' αυτήν ο ζωγράφος ακολουθεί τα επί της Παλαιολόγειας παράδοσης πρότυπα της Κρητικής Σχολής του ΙΣΤ αι. Μπροστά από ογκώδες οικοδόμημα, πού είναι πολύ κοντά στα κρητικά πρότυπα, λογχιζόμενος ο Άγιος από ομάδες στρατιωτών υψώνει ελεύθερα και θριαμβευτικά  το δεξί χέρι, ενώ το αριστερό ακουμπά στον κιονίσκο του οικοδομήματος της στοάς. Στην αντίστοιχη εικόνα της Φανερωμένης τα οικοδομήματα περιορίζονται στο βάθος και είναι καθαρά ιταλικά, η όλη εμφάνιση, ο οπλισμός, τα κράνη των στρατιωτών χαρακτηρίζουν αυτούς καθαρά ως Φράγκους, ενώ κατά τα λοιπά σήμερα η τοιχογραφία δε διαφέρει ουσιαστικά. Στην παραπάνω περιγραφή της τοιχογραφίας της Προσκομιδής της Μονής Πετράκη, είδαμε τις δύο συνθέσεις από το βίο της Θεοτόκου, το Γενέσιον αυτής και η προσφορά από τους γονείς της στους ιερείς. Στο διακονικό της Μονής Φανερωμένης, στην παράσταση  "Η Ξυνορίς η Αγία" εικονίζεται νεαρή η Θεοτόκος πάνω σε κομψό βάθρο και εκατέρωθεν αυτής οι γονείς της Ιωακείμ και Άννα, κρατώντας τα χέρια της. Ο Ξυγγόπουλος (σ. 288 και Πιν. 65,1) νομίζει ότι ο αγιογράφος με την τελευταία σύνθεση είχε ως βάση την εικόνα του Τζάνε, πού χρονολογείται από του 1644 και βρίσκεται στο κατάστημα της ελληνικής κοινότητας Βενετίας, όπου είχε μεταβεί και πιθανώς την αντέγραψε.

Με βεβαιότητα δανείζεται στα μεταγενέστερα έργα του (Φανερωμένη, Κορωπί) δυτικά στοιχεία, λίγα όμως και όχι ουσιαστικά. Η τοιχογράφηση της Μονής Πετράκη αποτελεί το αγνότερο τμήμα τεχνικής δημιουργίας του Αγιογράφου, γιατί με πίστη στα έργα της Κρητικής Σχολής ακολουθεί όσο είναι δυνατό με τις περιορισμένες οπωσδήποτε ικανότητές του, γιατί μιμείται περισσότερο τον εξωτερικό μηχανισμό και αυτής της τεχνοτροπίας των Κρητών ζωγράφων, χωρίς και να κατορθώνει να μπει στην ουσία και το βαθύτερο πνεύμα της κρητικής ζωγραφικής. Οι μορφές του είναι στέρεες και ισορροπημένες εμφανίζουν τήν αυστηρότητα της κρητικής τεχνοτροπίας, αλλά είναι μορφές στεγνές, τους λείπει η ψυχή, η έκφραση, παρά το γεγονός ότι στα μεταγενέστερα έργα του, τις φιλοτεχνεί επιμελέστερα, αλλά χωρίς και να αποφεύγει την ολοκληρωτικά σχηματική παρουσίασή τους.
Κάποια διαφορά παρουσιάζουν οι μεμονωμένες μορφές του Γ. Μάρκου εντός του Ιερού, π.χ. κατά τήν Ν. πλευρά (διακονικό), όπου τα πρόσωπα λαμβάνουν έκφραση και χάρη. Με το περίτεχνο ύφος  στο πλάσιμο της κόμης π.χ. τας πτυχώσεις των ενδυμάτων, τις χειρονομίες, οι τοιχογραφίες αυτές εκφεύγουν από τη στεγνότητα των μορφών του κυρίως Ναού. Οι συνθέσεις δεν είναι συνήθως πολυπρόσωπες. Μεγάλο βάθος κατά κανόνα καταλαμβάνουν τα άνευ ενότητας στοιβαζόμενα οικοδομήματα και τα σχηματοποιημένα βουνά  μάλλον τα συνήθως όμορφα και ογκώδη βουνά. Χρώματα ο αγιογράφος χρησιμοποιεί γαιώδη και μάλλον ανοικτά, αποφεύγοντας τους συνδυασμούς βαθέων χρωμάτων. Λεπτολογώντας στις περισσότερες συνθέσεις τα δευτερεύοντα και επουσιώδη στοιχεία, γίνεται αφηγητής και διακοσμητής, επιμένοντας στα εξωτερικά στοιχεία της αφήγησης. Τα φαινόμενα αυτά χαρακτηρίζουν τους λαϊκούς ζωγράφους της ύστερης περιόδου της  Τουρκοκρατίας, αλλά αυτός δεν είναι αυτοσχεδιαστής και αυτομαθής. Γνωρίζει πολλά κέντρα και αφομοιώνει πολλά από τα στοιχεία πού εκτίμησε σε όσα έργα γνώρισε, γι αυτό και αποτελεί περίπτωση αξιοπρόσεκτου ζωγράφου, πού ανθίσταται στις ξένες επιδράσεις και σταθερά βαδίζει προς την αυστηρή παράδοση. Γι αυτό τα έργα του στο καθολικό της Μονής Πετράκη του εξασφαλίζουν σπουδαία θέση μεταξύ των ζωγράφων του ΙΗ΄αι. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός, ότι από το έργο του μπορούμε να αντλήσουμε ειδήσεις λαογραφικής αξίας, σε σχέση με την περίοδο αυτή.

Η τοιχογράφηση του Καθολικού της Μονής Πετράκη, που περατώθηκε κατά το έτος 1719 από τον Γ. Μάρκο, από το Άργος, δεν είναι η πρώτη του μνημείου. Προ αυτής υπήρχε παλαιότερη τοιχογραφία, πάνω στην οποία εργάστηκε εκείνος. Το μόνο σαφές δείγμα, πάνω στο οποίο μπορούμε να στηριχτούμε για την προηγούμενη τοιχογραφία, είναι μία κεφαλή του Αγίου Νικολάου πίσω από τη Β. πλάγια θύρα του Ιερού, πάνω στον τοίχο. Το δείγμα είναι λαμπρό, τεχνοτροπίας παλαιότερης κατά δύο περίπου αιώνες των τοιχογραφιών του Μάρκου. Ολόσωμος ο Άγιος παριστάνεται σε φυσικό μέγεθος, σε στάση αυστηρά κατενώπιον, με την κεφαλή ακάλυπτη. Μορφή ασκητική καί ιεροπρεπής, σεβάσμια καί αυστηρή, με ρυτιδωμένο μέτωπο, βοστρυχωτή την αραιά κόμη, βλέμμα εκφραστικό. Ο προπλασμός είναι μάλλον σκοτεινός, το δε φωτεινό μέρος της σάρκας είναι περιορισμένο στην πορεία,  αλλά έντονο. Φωτεινές κηλίδες παρατηρούμε στο μέτωπο, όπου οι αραιές τρίχες της κεφαλής καταλήγουν σε σφαιρικά σωμάτια. Το βραχύ γένι σχηματίζουν μικρές παράλληλες κυματοειδείς γραμμές με λευκές ψιμμύθιες. Η πολύ καλή κεφαλή του Αγίου Νικολάου είναι δείγμα λαμπρό της αξίας της αρχικής τοιχογράφησης του καθολικού προ του Μάρκου.